- τερπνότητα
- η / τερπνότης, -ητος, ΝΜΑ [τερπνός]η ιδιότητα τού τερπνού, τέρψη, ευχαρίστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερπνότητα — η το να είναι κανείς τερπνός, διασκεδαστικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερπνότητα — τερπνότης pleasantness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)